ὑφαντικάς — ὑφαντικά̱ς , ὑφαντικός skilled in weaving fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον υφαντή ή την υφαντική (βλ. λ.), που μ αυτόν γίνεται η ύφανση: Υφαντικά όργανα. 2. το θηλ. ως ουσ., υφαντική (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντικά η αμοιβή για την ύφανση: Δίνει λίγα υφαντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek
κέρκιστρα — κέρκιστρα, τὰ (Α) [κερκίζω] τα έξοδα ύφανσης, τα υφαντικά … Dictionary of Greek
κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… … Dictionary of Greek
πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… … Dictionary of Greek
πικές — ο, Ν βαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα ή σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (tissus) pique < piquer < λατ. piccus «πισσοειδής»] … Dictionary of Greek
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άνδρου — Το Αρχαιολογικό Mουσείο της Άνδρου στεγάζεται από το 1981 σε ένα λιτό κτίριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Iδρύματος Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή, στη Χώρα Άνδρου. Η περιήγηση στο μουσείο ξεκινά από τον πρώτο όροφο. Ανεβαίνοντας από το… … Dictionary of Greek